Σαχράα Καρίμι: «Τη στιγμή της αποχώρησης, έκλαιγα. Αγαπώ το Αφγανιστάν»

Η Αφγανή σκηνοθέτρια αφηγείται στο περιοδικό The New Yorker την ιστορία φυγής από την Καμπούλ, μερικές ώρες μετά την εισβολή των Ταλιμπάν.

Article featured image
Article featured image

«Τη στιγμή της αποχώρησης, έκλαιγα. Αγαπώ το Αφγανιστάν» θυμάται η Σαχράα Καρίμι από την μέρα που εγκατέλειψε τη χώρα, μερικές μέρες μετά την εισβολή των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, πόλη που την αποκαλεί το σπίτι της. Σε ένα συγκλονιστικό κείμενο με τίτλο «Πτήση» (Flight) που δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του περιοδικού The New Yorker με ημερομηνία κυκλοφορίας την 30η Αυγούστου 2021, η Αφγανή σκηνοθέτρια και πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Κινηματογραφικού Οργανισμού του Αφγανιστάν Σαχράα Καρίμι αφηγείται στον Αμερικανό συντάκτη και συγγραφέα Άνταμ Ίσκο για το τι συνέβη λίγο πριν φύγει οριστικά από την πατρίδα της.


«Δύο εβδομάδες πριν (την εισβολή), είχαμε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ με avant-garde ταινίες μικρού μήκους στην Καμπούλ, με την παρουσία 400 ανθρώπων. Ήταν όλοι ντυμένοι κανονικά, σαν Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, φορούσαν τζιν και σουτιέν και T-shirt. Ο κόσμος γελούσε, τραγουδούσε, κάπνιζε, παρακολουθούσε ταινίες. Δεν γνωρίζαμε ότι ξαφνικά, εντός των ημερών, όλα θα κατέρρεαν.


Ήταν μια πραγματικά φυσιολογική ζωή: τα κορίτσια περπατούσαν στο δρόμο ελεύθερα και πήγαιναν σε καφετέριες. Μια από τις ομορφιές της Καμπούλ είναι να βλέπεις τα κορίτσια να πηγαίνουν στο σχολείο. Οι στολές τους αποτελούνται από ένα λευκό μαντήλι και μαύρο φόρεμα. Πάντα λέω: “ελπίζω ότι θα μπορούμε να βλέπουμε αυτή την εικόνα για πάντα”.


Οι Ταλιμπάν βρίσκονταν σε άλλες, μεγάλες πόλεις όπως οι Κανταχάρ, Μαζάρι Σαρίφ, αλλά όχι στην Καμπούλ. Νομίζαμε ότι ο στρατός θα μας προστάτευε. Φωνάζαμε “Allahu akbar, ο Θεός είναι σπουδαίος” για να διαμαρτυρηθούμε εναντίον των Ταλιμπάν. Φωνάζαμε για να υποστηρίξουμε τις δυνάμεις του στρατού. Δεν πίστευα ότι θα έρχονταν οι Ταλιμπάν, ίσως είμαι αφελής, δεν ξέρω».




Η Σαχράα Καρίμι είναι 37 ετών. Γεννήθηκε στην Καμπούλ, μεγάλωσε στο Ιράν και μετανάστευσε στη Σλοβακία για να σπουδάσει. Όταν ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στη σκηνοθεσία, αποφάσισε να επιστρέψει στο Αφγανιστάν. Όπως αναφέρει στο κείμενο: «Σκέφτηκα ότι είναι καλύτερα να αφηγούμαι ιστορίες από τη χώρα μου παρά να βρίσκομαι στην Ευρώπη και να δημιουργώ σενάρια που δεν είναι πολύ κοντά μου». Η ταινία της «Hava, Maryam, Ayesha» που παρουσιάζει την ιστορία τριών γυναικών στην Καμπούλ, προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 2019.


Η σκηνοθέτρια περιγράφει με λεπτομέρεια την ημέρα που κατέλαβαν οι Ταλιμπάν στην πόλη. «Την Κυριακή, ήθελα να πάω στην τράπεζα για να πάρω μετρητά χρήματα. Έφτιαξα τον καφέ μου και ετοιμάστηκα: φόρεσα κραγιόν και ένα πολύ κοντό φόρεμα. Χρησιμοποίησα ταξί για την μετακίνησή μου, είχε αυξημένη κίνηση. Στην τράπεζα είδα περί τους 500 ανθρώπους. Από αυτούς, οι 50 ήταν γυναίκες. Καταλάβαινες ότι κάτι συνέβαινε, οι υπάλληλοι της τράπεζας ήταν φοβισμένοι. Ο ταμίας έλεγε: “Δεν υπάρχουν χρήματα – περιμένουμε από την κεντρική τράπεζα να μας στείλει”. Ξαφνικά, ακούσαμε τους πρώτους πυροβολισμούς. Και τότε ο μάνατζερ της τράπεζας μου είπε ότι οι Ταλιμπάν είναι στην πόλη, μας έχουν περικυκλώσει και ότι πρέπει να πάω στο σπίτι. Μάλιστα, μου είπε χαρακτηριστικά: “αν σε γνωρίζουν, θα σε σκοτώσουν”. Είμαι γνωστή εδώ. Μου έδειξε που υπάρχει πίσω πόρτα και άρχισα να τρέχω.


Έτρεχα και κάπου στα μισά πριν φτάσω στο σπίτι, μερικοί άνθρωποι που ήταν στο δρόμο – κυρίως οι άνδρες – άρχισαν να με κοροϊδεύουν, λέγοντας ότι φοβόμουν τους Ταλιμπάν. Έμεινα έκπληκτη. Κάποια κορίτσια περπατούσαν και τους είπα ότι έρχονται οι Ταλιμπάν. Τότε άρχισαν κι εκείνα να τρέχουν. Στο σπίτι υπήρχε ηρεμία. Παρόλα αυτά, αποφάσισα να πάω στο αεροδρόμιο. Μίλησα με τη φίλη μου και πρόεδρο της Τηλεοπτικής και Κινηματογραφικής Ακαδημίας Σλοβενίας, η οποία μου είπε ότι θα ζητούσε από την κυβέρνηση της Ουκρανίας για βοήθεια.




Ετοίμασα (στη βαλίτσα) μερικά ρούχα, το iPhone, οδοντόβουρτσα, επτά βιβλία. Άφησα πίσω τους πίνακες, τη βιβλιοθήκη, έναν σκληρό δίσκο με 3000 ταινίες, τα καλλυντικά μου και τέσσερα πτηνά. Ο ξάδερφός μου εμφανίστηκε με ένα μαύρο Αμερικανικό ημιφορτηγό για να μας πάει στο αεροδρόμιο. Δώδεκα άτομα, οκτώ βαλίτσες, δύο συνάδερφοι, η οικογένεια του αδερφού μου. Πέντε παιδιά, όλα κορίτσια ηλικίας από 20 μέχρι δύο χρονών. Έκλαιγα.


Στο αεροδρόμιο είχε πολύ κόσμο. Θέλαμε να μπούμε στο αεροπλάνο, όμως ο κόσμος μας έσπρωχνε. Δεν υπήρχε έλεγχος διαβατηρίων. Το αεροπλάνο έφυγε, δεν μπορούσαμε να το προλάβουμε. Πήρα τηλέφωνο στη φίλη μου, η ουκρανική κυβέρνηση επικοινώνησε με την τουρκική για να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει κι άλλη πτήση. Όμως στο αεροδρόμιο μας είπαν ότι η μοναδική που υπήρχε ήταν για τους Αμερικανούς.


Γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, η τουρκική κυβέρνηση μας πήγε στο στρατιωτικό τμήμα του αεροδρομίου κι εκεί είδαμε όλους τους αξιωματικούς – σχεδόν όλη η κυβέρνησή μας ήταν εκεί. Περιμέναμε τρεις ώρες μέχρι την άφιξη του αεροπλάνου και άλλες τρεις μέσα σε αυτό. Έξω, υπήρχε πλήθος που δεν επέτρεπε την απογείωση. Χιλιάδες κόσμου. Όλοι οι εργαζόμενοι του αεροδρομίου είχαν φύγει. Στο υπόλοιπο τμήμα του αεροδρομίου, οι πολίτες πιάνονταν από τα φτερά του αεροπλάνου, τις ρόδες. Είναι πλέον διάσημη η φωτογραφία. Ο αμερικανικός στρατός τους απομάκρυνε με μια μεγάλη μηχανή από αυτές που χρησιμοποιεί στον πόλεμο, ένα ένοπλο όχημα. Την ημέρα μετά την αναχώρησή μας, τρεις ή τέσσερις άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ήθελαν απλά να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο.


Δίπλα μου στο αεροπλάνο, ο αδερφός μου ήταν πολύ άρρωστος. Έτρεμε, είχε κρίση πανικού. Τον κρατούσα. Είδα την πόλη μας να απομακρύνεται, μακριά και ακόμα πιο μακριά».


Πηγή: Athens Voice

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ