Υγεία
Μειωμένη λίμπιντο και απώλεια μαλλιών προκαλεί, μεταξύ άλλων, η Long Covid
Μια νέα μελέτη κατέγραψε μερικά νέα «περίεργα» συμπτώματα που προκαλεί η μακροχρόνια Covid.
Η μειωμένη σεξουαλική ορμή, οι παραισθήσεις και η τριχόπτωση συγκαταλέγονται σε ένα ευρύτερο σύνολο μακροχρόνιων συμπτωμάτων του κορωνοϊού, σύμφωνα με μια μελέτη ατόμων που είχαν μολυνθεί, αλλά δεν νοσηλεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Τα πιο κοινά συμπτώματα τις εβδομάδες ή τους μήνες μετά τη νόσηση με κορωνοϊό, είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι περιλαμβάνουν απώλεια όσφρησης και δύσπνοια. Ο κατάλογος του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Αγγλίας (NHS) με τα κοινά συμπτώματα του Covid, περιλαμβάνει επίσης συμπτώματα όπως κόπωση, εξανθήματα και «εγκεφαλική ομίχλη».
Ωστόσο, τώρα οι ερευνητές μπόρεσαν να δείξουν ότι τα άτομα με μακρά/long Covid συχνά βιώνουν μια «εξαιρετικά ευρεία» ποικιλία συμπτωμάτων, συμπεριλαμβανομένων λιγότερο γνωστών παρενεργειών, όπως η αμνησία και η αδυναμία εκτέλεσης οικείων κινήσεων ή εντολών.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nature Medicine, ενισχύουν αυτά που πολλοί ασθενείς λένε επανειλημμένα στους γιατρούς, την οικογένεια, τους φίλους και τους συναδέλφους τους από τότε που ξεκίνησε η πανδημία πριν από περισσότερα από δύο χρόνια.
Βάσει της μελέτης του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, τα συμπτώματα έτειναν να ομαδοποιούνται σε τρεις κατηγορίες: αναπνευστικά συμπτώματα, συμπτώματα που σχετίζονται με την ψυχική υγεία και γνωστικά προβλήματα. Ωστόσο, πέραν των εν λόγω κατηγοριών, υπάρχει και ένα ευρύτερο φάσμα συμπτωμάτων.
Παράγοντες κινδύνου
Εκτός από το ότι εντόπισαν αυτό το ευρύτερο σύνολο συμπτωμάτων -μέσα στο οποίο εντάσσονται και τα προαναφερθέντα λιγότερα γνωστά συμπτώματα- οι ερευνητές εντόπισαν επίσης βασικές ομάδες και συμπεριφορές που θέτουν τους ανθρώπους σε αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν long Covid. Συγκεκριμένα, υπέδειξαν ότι οι γυναίκες, οι νεότεροι και όσοι προέρχονται από μαύρη, μεικτή ή άλλη εθνοτική ομάδα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης μακροχρόνιας Covid.
Επίσης, άτομα από φτωχότερο περιβάλλον, καπνιστές και άτομα που ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκασυνδέθηκαν με την αναφορά επίμονων συμπτωμάτων.
Ο ανώτερος συγγραφέας, Δρ Shamil Haroon, αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, είπε: «Αυτή η έρευνα επικυρώνει αυτό που οι ασθενείς έλεγαν στους κλινικούς ιατρούς και στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε όλη την πανδημία – ότι, δηλαδή, τα συμπτώματα της long Covid είναι εξαιρετικά εκτεταμένα και δεν μπορούν να λαμβάνονται πλήρως υπόψη από άλλους παράγοντες, όπως παράγοντες επικινδυνότητας που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής ή χρόνιες παθήσεις υγείας».
«Τα συμπτώματα που εντοπίσαμε, θα βοηθήσουν τους κλινικούς ιατρούς και τους υπεύθυνους ανάπτυξης κλινικών κατευθυντήριων γραμμών να βελτιώσουν την αξιολόγηση ασθενών με long Covid και στη συνέχεια να εξετάσουν πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα αυτή η επιβάρυνση από τα συμπτώματα», πρόσθεσε.
Οι άνθρωποι που βρέθηκαν θετικοί στον ιό ανέφεραν 62 συμπτώματα, πολύ πιο συχνά 12 εβδομάδες μετά την αρχική μόλυνση σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν προσβληθεί από τον ιό, διαπίστωσε η μελέτη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν ανώνυμα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας 2,4 εκατομμυρίων ανθρώπων στο Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με μια ομάδα κλινικών ιατρών και ερευνητών σε όλη την Αγγλία.
Τα δεδομένα που ελήφθησαν μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Απριλίου 2021 περιελάμβαναν 486.149 άτομα με προηγούμενη μόλυνση και 1,9 εκατομμύρια άτομα χωρίς ένδειξη λοίμωξης μετά από αντιστοίχιση για άλλες κλινικές διαγνώσεις, ενώ χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από ασθενείς που δεν είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο.
Η Anuradhaa Subramanian, επίσης από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και βασική συγγραφέας της εργασίας, δήλωσε: «Οι αναλύσεις δεδομένων των παραγόντων κινδύνου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί μας βοηθούν να εξετάσουμε τι μπορεί να προκαλεί ή να συμβάλλει στη μακροχρόνια Covid».
«Οι γυναίκες, για παράδειγμα, είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν αυτοάνοσα νοσήματα. Βλέποντας, στη μελέτη μας, την αυξημένη πιθανότητα οι γυναίκες να εμφανίσουν long Covid μάς ενισχύει το ενδιαφέρον μας να διερευνήσουμε κατά πόσον τα αυτοάνοσα ή άλλες αιτίες μπορεί να εξηγήσουν τον αυξημένο κίνδυνο στις γυναίκες».
«Αυτές οι παρατηρήσεις θα βοηθήσουν να περιοριστεί περαιτέρω η εστίαση σε παράγοντες για τη διερεύνηση τού τι μπορεί να προκαλεί αυτά τα επίμονα συμπτώματα μετά από μια μόλυνση και πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τους ασθενείς που τα αντιμετωπίζουν».
Με πληροφορίες του Guardian