Τους παρακολουθώ εδώ και μέρες. Συνειδητά απέχω από τις περισσότερες ειδήσεις. Νιώθω το στομάχι μου να ανακατεύεται, το μυαλό μου να θολώνει. Στη Χλώρακα ήταν «ομάδα νεαροί που διαμαρτύρονταν». Γιατί; Το γιατί δεν έχει σημασία γι’ αυτούς. Σημασία έχει μόνο το μίσος για τους ξένους, τους αλλόθρησκους, τους αλλόχρωμους. Τους διαφορετικούς.
Τους τρομάζει ό,τι είναι διαφορετικό απ’ αυτούς. Έτσι γίνεται όταν δεν έχει βάσεις γερές, δεν έχεις παιδεία, δεν έχεις ουσία. Θες μόνο αυτό που ξέρεις, γιατί αυτό σε θρέφει και σε κάνει να νιώθεις δυνατός.
Στη Χλώρακα οι νεαροί που διαμαρτύρονταν, κατέληξαν να σπάνε περιουσίες. Να εισβάλλουν σε σπίτια με τρόπο φασιστικό και να τρομοκρατούν οικογένειες. Να εκφοβίζουν παιδιά. Να «βιάζουν» συνειδήσεις και ψυχές. Όπως τότε, θυμάστε; Όπως τότε στις 15 Ιουλίου 1974. Όχι, φυσικά και δεν θυμάστε ή μπορεί και να μην ξέρετε. Τότε, βέβαια, δεν ήταν οι ξένοι, ήταν οι αδερφοί που πίστευαν σε κάτι άλλο διαφορετικό. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα. Το αφήγημα είναι το ίδιο. Μίσος, φασισμός. Μισάνθρωποι παντού γύρω μας. Μισάνθρωποι απέναντι μόνο σε αυτούς που μπορούν. Που τους παίρνει. Απέναντι σε όσους δεν έχουν φωνή.
Στη Λεμεσό χθες το βράδυ κατακρεούργησαν και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας και ανθρωπισμού. Διέλυσαν κάθε ελπίδα πως αυτός ο τόπος έχει μέλλον. «Έξω οι ξένοι από την Κύπρο» φώναζαν, όμως δεν ξέρουν πως τελικά ξένοι σε αυτόν τον τόπο είναι αυτοί. Πογκρόμ. Αυτό έκαναν χθες βράδυ. Ούτε διαμαρτυρία, ούτε εκδήλωση. Δεν είναι αγανακτισμένοι με κάτι. Μόνο μίσος και φανατισμό είναι ποτισμένοι.
Πατάω να δω το βίντεο με τη γυναίκα από το Βιετνάμ που κλαίει σε ένα πεζοδρόμιο, ψελλίζοντας πως μεγαλώνει μόνη τέσσερα παιδιά και τις έσπασαν το μαγαζί. Δεν αντέχω να δω πάνω από δύο δευτερόλεπτα. Ματώνει το μέσα μου. Νιώθω τύψεις γι’ αυτό που είμαι. Τα βάζω με τον εαυτό μου που δεν βγαίνω δευτερόλεπτο από τη βολή μου για να παλέψω, για να φωνάξω για όσους δεν έχουν φωνή. Η μάλλον γι’ αυτούς που δεν αφήνουν τη φωνή τους ν’ ακουστεί. Κι αυτό γιατί η τύχη τούς γέννησε σε μια χώρα που τους έδιωξε και η ατυχία τους έστειλε σε μία άλλη, που θέλει να τους διώξει στην καλύτερη, ή να τους σκοτώσει.
«Καλύτερα φασίστας, παρά προδότης», έλεγε ένα μήνυμα προχθές που διάβασαν στο ραδιόφωνο από ακροατή. Σφίγγω τα δόντια. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς καταντήσαμε έτσι; Αυτός είναι ο βούρκος που θα ζούμε τα επόμενα χρόνια; Σε αυτό τον βούρκο θα φέρουμε νέες ζωές και θα τις μεγαλώσουμε;
Σποραδικά διαβάζω σχόλια κάτω από διάφορες αναρτήσεις για τα γεγονότα. Τι εκτρέφει τόσο μίσος; Τι το μπολιάζει; Τι το συντηρεί; Τι το μεγαλώνει;
Διαβάζω τις εξελίξεις λεπτό προς λεπτό με τα όσα γίνονται στη Λεμεσό, την πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Δεν θέλω άλλο. Πονάει πολύ. Τι τραγική ειρωνεία, μια πόλη που αναστήθηκε από τα λεφτά των πλούσιων ξένων (μεταξύ αυτών και διαβόητοι εγκληματίες), να ξεσηκώνεται και να αντιδρά απέναντι σε ανθρώπους βιοπαλαιστές, που ήρθαν στην Κύπρο για να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ηρεμία.
Πάντα υποκριτές, πάντα γελοίοι, πάντα ψεύτικοι. Συγχωρέστε με, αλλά πλέον δεν βλέπω τίποτα καλό. Κανένα φως. Καμιά ελπίδα.
Γεμίσαμε μισάνθρωπους φασίστες που σήμερα μπαίνουν στα σπίτια και στις επιχειρήσεις των «ξένων» για να τις διαλύσουν, μα αύριο θα θέλουν να διαλύσουν εμάς, τους «δικούς τους».