Εκπαίδεση
«Απαράδεκτη» χαρακτηρίζει την απόφαση του Υπ. Παιδείας η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων Παιδιού
Καλεί, μάλιστα, τον υπουργό να αναθεωρήσει και να επιτρέψει την επιστροφή στο σχολείο, των παιδιών με αναπηρία, στο πλαίσιο της μη-διάκρισης.
Η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Δέσπω Μιχαηλίδου προτρέπει το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΠΑΝ) όπως αναθεωρήσει το απαράδεκτο, όπως σημειώνει, περιεχόμενο της Ανακοίνωσης που έχει αποστείλει και όπως διασφαλίσει άμεσα την επάνοδο των παιδιών με αναπηρία στα σχολεία τους, σε πλαίσιο μη-διάκρισης, τηρώντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα και με όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις για ασφαλή και απρόσκοπτη φοίτηση, στη βάση του πλαισίου και των οδηγιών που αναπτύχθηκαν και που αφορούν όλα τα παιδιά.
«Θεωρώ ότι, η Ανακοίνωση επιφέρει ανισότητες και διακρίσεις στη βάση της αναπηρίας. Παραπέμπει σε ένα επικίνδυνα παρωχημένο ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας, δημιουργώντας στην κοινωνία εσφαλμένες εντυπώσεις ότι η αναπηρία είναι συνώνυμη της ασθένειας και, συνεπακόλουθα, στοχοποιεί αυτά τα παιδιά. Ένα τέτοιο μοντέλο δεν συνάδει ούτε με τις σύγχρονες αντιλήψεις, ούτε με πρόσφατες διακηρύξεις του ΥΠΠΑΝ περί ενιαίας εκπαίδευσης, αλλά συντηρεί και επιβάλλει διαχωριστικά μέτρα στη βάση της αναπηρίας. Η Ανακοίνωση, εντελώς απροκάλυπτα και προκλητικά, στερεί από τα παιδιά με αναπηρία το δικαίωμα στην εκπαίδευση», αναφέρει σε τοποθέτηση της, η Επίτροπος.
Αναφέρει ότι μεγάλη ανησυχία σε μαθητές, γονείς και σχολικές μονάδες έχει προκαλέσει η «Ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας αναφορικά με τη φοίτηση παιδιών με ειδικές ανάγκες», ημερομηνίας 20/5/2020, καθώς επίσης, τα τηλεφωνήματα που δέχτηκαν το τελευταίο εικοσιτετράωρο γονείς παιδιών με αναπηρία από διδακτικό προσωπικό των σχολικών μονάδων, αποτρέποντας την προσέλευση των παιδιών τους στα σχολεία, στη βάση της συμμόρφωσης με το περιεχόμενο της εν λόγω Ανακοίνωσης.
Η Ανακοίνωση, σημειώνει η κ. Μιχαηλίδου, επικαλείται το πρόσχημα της λήψης «ειδικών ή ενισχυμένων προστατευτικών μέτρων», «ειδικότερα όσον αφορά την υγειονομική ασφάλεια των παιδιών που φοιτούν στις Ειδικές Μονάδες ή παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και προσαρμογής, των οποίων οι ανάγκες εξυπηρετούνται από σχολικούς βοηθούς/συνοδούς».
«Εντούτοις, η Ανακοίνωση ουσιαστικά επιβάλλει στα παιδιά με αναπηρία να υποβληθούν σε πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες και εξετάσεις, καθώς επίσης στην υποχρεωτική διενέργεια εργαστηριακού ελέγχου για COVID-19, ώστε να κριθεί από ειδική επιτροπή το ενδεχόμενο φοίτησης «των παιδιών αυτής της κατηγορίας», προσθέτει.
Η κ. Μιχαηλίδου επισημαίνει ότι η εν λόγω Ανακοίνωση δημοσιοποιήθηκε μόλις λίγες ώρες πριν το άνοιγμα των Δημοτικών Σχολείων και Γυμνασίων και αφότου προηγήθηκε σωρεία εγκυκλίων, πρωτοκόλλων και συναφών ανακοινώσεων, στα οποία δεν γινόταν καμία αναφορά σε οποιεσδήποτε ειδικές πρόνοιες για οποιεσδήποτε «ειδικές κατηγορίες», όπως τις κατονομάζει το ΥΠΠΑΝ.
Η μόνη σχετική αναφορά, σημειώνει, που περιλαμβάνεται στο Υγειονομικό Πρωτόκολλο του ΥΠΠΑΝ, ημερομηνίας 19/5/2020, αναφέρεται στη «Διαχείριση παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες αυτομέριμνας», η οποία περιλαμβάνει οδηγίες για την απρόσκοπτη επιστροφή και αυτών των παιδιών στις σχολικές μονάδες, χωρίς όμως να αφήνει αιχμές για ενδεχόμενο αποκλεισμό οποιουδήποτε παιδιού στη βάση ατομικών χαρακτηριστικών, είτε στη βάση της αναπηρίας είτε στη βάση της προϋπόθεσης για εξασφάλιση επιπρόσθετων και, εκ των πραγμάτων, εκπρόθεσμων εγκρίσεων.
Εντούτοις, συνεχίζει η Επίτροπος, η υπό αναφορά Ανακοίνωση του ΥΠΠΑΝ, ημερομηνίας 20/5/2020, επί της ουσίας παραβιάζει το ίδιο το Υγειονομικό πρωτόκολλο, αφού ακυρώνει τις σχετικές πρόνοιες για την επιστροφή κάθε παιδιού στο σχολείο.
«Η Ανακοίνωση, εκ προοιμίου, φαίνεται να απαγορεύει την προσέλευση παιδιών με αναπηρία σε όλους τους τύπους σχολείων, επικαλούμενη δήθεν αδιευκρίνιστα αναγκαία «προστατευτικά μέτρα» και θέτοντας τους επηρεαζόμενους μαθητές (και τις οικογένειες τους) προ τετελεσμένων, αφαιρώντας τους κάθε περιθώριο αντίδρασης και αποκλείοντάς τους από οποιονδήποτε παραγωγικό διάλογο που θα έπρεπε να είχε προηγηθεί, προσθέτει.
Λόγω της κατάστασης που δημιουργήθηκε, αναφέρει η κ. Μιχαηλίδου, τα επηρεαζόμενα παιδιά βρίσκονται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αφού νιώθουν περιθωριοποιημένα και ανεπιθύμητα στις σχολικές μονάδες. Επιπλέον, σημειώνει, παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις μου για διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού στην εκπαίδευση, ειδικότερα στις ιδιαίτερες συνθήκες που προέκυψαν λόγω της πρόσφατης πανδημίας, δεν φαίνεται να εφαρμόζεται από τις αρμόδιες Αρχές η υποχρέωση για εξασφάλιση εγγυήσεων που να κατοχυρώνουν το συμφέρον του παιδιού.
«Οποιεσδήποτε θεωρητικές αναφορές των αρμόδιων Υπουργείων στην έννοια του συμφέροντος του παιδιού, χωρίς τεκμηριωμένη αξιολόγηση των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων που επιφέρουν οι αποφάσεις στο παιδί και χωρίς να ληφθεί σοβαρά υπόψη η γνώμη του παιδιού, σαφώς παραβιάζουν την Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού, και κατά συνέπεια, παραβιάζουν τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού», συμπληρώνει.